- φιδίσιος, -ια, -ιο
- 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φίδι, που είναι του φιδιού, που γίνεται από αυτό: Φιδίσιο δέρμα.2. λεπτός και εύκαμπτος σαν φίδι: Φιδίσιο κορμί έχει η χορεύτρια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.